- γαλαχτερός
- -ή, -όβλ. γαλακτερός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γαλακτερός — και γαλαχτερός και γαλατερός, ή, ό 1. ο γεμάτος γάλα 2. ο κατασκευασμένος από γάλα 3. (για φυτά) εκείνος που έχει γαλακτώδη χυμό 4. αυτός που έχει το χρώμα τού γάλακτος 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαλακτερά γλυκίσματα ή φαγητά με κύριο… … Dictionary of Greek
γαλακτερός — γαλακτερός, ή, ό και γαλαχτερός, ή, ό και γαλατερός, ή, ό 1. αυτός που είναι γεμάτος γάλα ή παρασκευάζεται με γάλα. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γαλακτερά τα προϊόντα του γάλακτος: Στη νηστεία δεν τρώμε γαλακτερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)